- πτέρναις
- πτέρναhamfem dat plπτέρνηheelfem dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φαύσιγξ — αύσιγγος, και φαύστιξ, ιγγος, ἡ, Α 1. φουσκάλα από έγκαυμα και, γενικά, κάθε είδους φλύκταινα ή εξόγκωμα τού δέρματος 2. (κατά τον Ησύχ.) «φαύσιγγες, αἱ ἐν ταῑς πτέρναις γινόμεναι ῥαγάδες». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. λ., η οποία πρέπει να συνδεθεί … Dictionary of Greek
φτέρνα — η / πτέρνα, ΝΜΑ, και λόγιος τ. πτέρνα Ν, και πτέρνη Α 1. το πίσω μέρος τού πέλματος τού ανθρώπινου ποδιού 2. το ευμέγεθες και ακραίο οστό τού ταρσού 3. συνεκδ. το πίσω μέρος υποδήματος, το τακούνι 4. (γενικά) η βάση διαφόρων πραγμάτων 5. φρ.… … Dictionary of Greek